Κτήσιππος

Κτήσιππος
Κτήσιππος
possessing horses
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κτήσιππος — possessing horses masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτήσιππος — (4ος αι. π.Χ.). Αθηναίος πολίτης, γιος του στρατηγού Χαβρία. Διακωμωδήθηκε πολλές φορές από τους κλασικούς ποιητές, εξαιτίας του αχαλίνωτου ηδονισμού του, παρά τις μάταιες προσπάθειες του φίλου του, Φωκίωνα, να τον συνετίσει. Ο Κ. είχε το… …   Dictionary of Greek

  • κτήσιππον — κτήσιππος possessing horses masc/fem acc sg κτήσιππος possessing horses neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ктезипп — (Κτησιππος) один из непосредственных учеников Сократа …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Κτησίππου — Κτήσιππος possessing horses masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτησίππου — κτήσιππος possessing horses masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κτησίππους — Κτήσιππος possessing horses masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτησίππους — κτήσιππος possessing horses masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κτησίππῳ — Κτήσιππος possessing horses masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτησίππῳ — κτήσιππος possessing horses masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”